Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροφοδοτικός η τροφοδοτική το τροφοδοτικό
      γενική του τροφοδοτικού της τροφοδοτικής του τροφοδοτικού
    αιτιατική τον τροφοδοτικό την τροφοδοτική το τροφοδοτικό
     κλητική τροφοδοτικέ τροφοδοτική τροφοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροφοδοτικοί οι τροφοδοτικές τα τροφοδοτικά
      γενική των τροφοδοτικών των τροφοδοτικών των τροφοδοτικών
    αιτιατική τους τροφοδοτικούς τις τροφοδοτικές τα τροφοδοτικά
     κλητική τροφοδοτικοί τροφοδοτικές τροφοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροφοδοτικός < τροφοδότης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

τροφοδοτικός

  1. που τροφοδοτεί, έχει σχέση με την τροφοδοσία, τον τροφοδότη ή το τροφοδοτικό ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τροφοδοτικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία