Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τροφοδοτικό τα τροφοδοτικά
      γενική του τροφοδοτικού των τροφοδοτικών
    αιτιατική το τροφοδοτικό τα τροφοδοτικά
     κλητική τροφοδοτικό τροφοδοτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροφοδοτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τροφοδοτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροφοδοτικό ουδέτερο

  1. (γενικότερα, ηλεκτρονική) κάθε εξάρτημα συσκευής (ή μεμονωμένη συσκευή) που παρέχει ηλεκτρική ενέργεια για τη λειτουργία της
  2. (ειδικότερα, υλικό υπολογιστή) power supply unit, PSU: το βασικό εξάρτημα προσωπικού υπολογιστή που του παρέχει ηλεκτρική ενέργεια και ονομάζεται και κεντρικό τροφοδοτικό
 
Τροφοδοτικό προσωπικού υπολογιστή (PC)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τροφοδοτικό