τρομάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρομάρα | οι | τρομάρες |
γενική | της | τρομάρας | — | |
αιτιατική | την | τρομάρα | τις | τρομάρες |
κλητική | τρομάρα | τρομάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρομάρα θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- τρομάρα σου: ειρωνική ή αρνητική έκφραση για επιθυμίες, παθήματα ή πράξεις κάποιου, "δυστυχία σου"
- μια χαρά και δυο τρομάρες: ειρωνική έκφραση που δηλώνει ότι υπάρχουν δυσκολίες