Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρι- < τρεῖς, τρία[1] → δείτε και τις λέξεις τρις και τρίς

  Πρόθημα επεξεργασία

τρι-, τρί- → δείτε και τη λέξη τρισ-

  1. πρώτο συνθετικό που εκφράζει πολλαπλάσια του τρία
    τρικάταρτο πλοίο (τρία κατάρτια)
    Τριώδιο (της Αποκριάς, 3 εβδομάδες ή τρις + ωδή)
    τρίχρωμος
  2. πρώτο συνθετικό λέξεων που εκφράζουν υπερβολή
    τρικυμία (ίσα με τρία κύματα ή πελώρια κύματα)
    τριγυρίζω (κάνω πολλές βόλτες γύρω-γύρω, περιφέρομαι)

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρι- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρι- → δείτε και τη λέξη τρίς

  Πρόθημα επεξεργασία

τρι-, τρί- → δείτε και τη λέξη τρισ-

  1. πρώτο συνθετικό που εκφράζει πολλαπλάσια του τρία
    Ἐρωτοτριπρόσωπος
    τρίπατος

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρι- < τρεῖς, τρία → δείτε και τη λέξη τρίς

  Πρόθημα επεξεργασία

τρι-, τρί- → δείτε και τρισ- και τρίσ-

  1. πρώτο συνθετικό που εκφράζει πολλαπλάσια του τρία
    τριήρης (πλοίο με τρεις σειρές κωπηλατών)
    τρίαινα (τρεις αιχμές)

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία