Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριτοβάθμιος η τριτοβάθμια το τριτοβάθμιο
      γενική του τριτοβάθμιου της τριτοβάθμιας του τριτοβάθμιου
    αιτιατική τον τριτοβάθμιο την τριτοβάθμια το τριτοβάθμιο
     κλητική τριτοβάθμιε τριτοβάθμια τριτοβάθμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριτοβάθμιοι οι τριτοβάθμιες τα τριτοβάθμια
      γενική των τριτοβάθμιων των τριτοβάθμιων των τριτοβάθμιων
    αιτιατική τους τριτοβάθμιους τις τριτοβάθμιες τα τριτοβάθμια
     κλητική τριτοβάθμιοι τριτοβάθμιες τριτοβάθμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριτοβάθμιος < τριτο- + -βάθμιος

  Επίθετο επεξεργασία

τριτοβάθμιος, -α, -ο

  • που λειτουργεί ως η τρίτη βαθμίδα ενός συστήματος
    τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ είναι τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία