Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριγυρίζω < μεσαιωνική ελληνική τριγυρίζω[1] < τριγύρω < τρι- + γύρω < ελληνιστική κοινή γῦρος

  Ρήμα επεξεργασία

τριγυρίζω

  1. (αμετάβατο) περιφέρομαι, γυρνάω γύρω γύρω σε ένα μέρος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό και κατεύθυνση
  2. (μεταβατικό) περιβάλλω, περιτριγυρίζω
  3. (μεταβατικό) περιτριγυρίζω, πλησιάζω ή ενοχλώ κάποιον με κάποιον σκοπό
  4. (μεταβατικό, ειδικότερα) περιτριγυρίζω, πλησιάζω ή ενοχλώ κάποιον με ερωτικούς σκοπούς
    ※  Ένα πλουσιόπαιδο του τόπου εδώ τριγύριζε τη Φρόσω από καιρό, από τότε που κατοικούσαν ακόμα στο επαρχείο. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
  5. (μεταβατικό, ειδικότερα) (για ασθένειες) φαίνεται ότι πλησιάζω να κολλήσω κάποιον

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία