Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριήρης οι τριήρεις
      γενική της τριήρους των τριήρεων
    αιτιατική την τριήρη τις τριήρεις
     κλητική τριήρης τριήρεις
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριήρης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριήρης < τρι- + ἐρέσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριήρης θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριήρης < τρι- + ἐρέσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριήρης θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία