Δείτε επίσης: Τριάκοντα, τριακοντα-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριάκοντα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριάκοντα < τριά- + -κοντα

  Αριθμητικό επεξεργασία

τριάκοντα (απόλυτο αριθμητικό)

  1. (παρωχημένο) τριάντα (μόνο σε σύνθετα και σε παγιωμένες εκφράσεις από τα αρχαία ελληνικά ή την καθαρεύσουα)
  2. για τους τυράννους της αρχαίας Αθήνας → δείτε Τριάκοντα

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία