Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τραυματίας οι τραυματίες
      γενική του/της τραυματία των τραυματιών
    αιτιατική τον/την τραυματία τους/τις τραυματίες
     κλητική τραυματία τραυματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραυματίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραυματίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραυματίας αρσενικό ή θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τραυματίᾱς οἱ τραυματίαι
      γενική τοῦ τραυματίου τῶν τραυματιῶν
      δοτική τῷ τραυματί τοῖς τραυματίαις
    αιτιατική τὸν τραυματίᾱν τοὺς τραυματίᾱς
     κλητική ! τραυματί τραυματίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τραυματί
γεν-δοτ τοῖν  τραυματίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία