Δείτε επίσης: τραγωδός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τραγῳδός οἱ τραγῳδοί
      γενική τοῦ τραγῳδοῦ τῶν τραγῳδῶν
      δοτική τῷ τραγῳδ τοῖς τραγῳδοῖς
    αιτιατική τὸν τραγῳδόν τοὺς τραγῳδούς
     κλητική ! τραγῳδέ τραγῳδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τραγῳδώ
γεν-δοτ τοῖν  τραγῳδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραγῳδός < τράγος + -ο- + ᾠδή + -ός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρᾰγῳδός αρσενικό

  1. (θέατρο) τραγικός ποιητής, τραγωδός
  2. (θέατρο) τραγικός ηθοποιός, τραγωδός
  3. (θέατρο) μέλος τραγικού χορού

  Πηγές επεξεργασία