τραγῳδός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τραγῳδός | οἱ | τραγῳδοί |
γενική | τοῦ | τραγῳδοῦ | τῶν | τραγῳδῶν |
δοτική | τῷ | τραγῳδῷ | τοῖς | τραγῳδοῖς |
αιτιατική | τὸν | τραγῳδόν | τοὺς | τραγῳδούς |
κλητική ὦ! | τραγῳδέ | τραγῳδοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τραγῳδώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τραγῳδοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρᾰγῳδός αρσενικό
- (θέατρο) τραγικός ποιητής, τραγωδός
- (θέατρο) τραγικός ηθοποιός, τραγωδός
- (θέατρο) μέλος τραγικού χορού
Πηγές επεξεργασία
- τραγῳδός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τραγῳδός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.