Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραγουδιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος τραγουδώ

  Ρήμα επεξεργασία

τραγουδιέμαι

  1. για ένα τραγούδι που ερμηνεύεται από κάποιον
    Το τραγούδι τραγουδήθηκε από τον τραγουδιστή.

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία