Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραγανίζω < τραγανός + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾa.ɣaˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐γα‐νί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

τραγανίζω (παθητική φωνή: τραγανίζομαι)

  1. τρώω κάτι τραγανό παράγοντας κατά το μάσημα χαρακτηριστικό θόρυβο κατά το θρυμμάτισμά του
  2. (μεταφορικά) ξοδεύω σε μικρές δόσεις κάθε φορά ένα χρηματικό ποσό (ή άλλο περιουσιακό στοιχείο) που περιέρχεται στην κατοχή μου
     συνώνυμα: ροκανίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία