Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραβάω < τραβ(ώ) + επίθημα -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τραβῶ < τραβίζω < ταυρίζω < αρχαία ελληνική ταῦρος[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *táwros

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾaˈva.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐βά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

τραβάω/τραβώ, πρτ.: τραβούσα, στ.μέλλ.: θα τραβήξω, αόρ.: τράβηξα, παθ.φωνή: τραβιέμαι, μτχ.π.π.: τραβηγμένος

  1. (μεταβατικό) προσπαθώ να μετακινήσω κάτι προς το μέρος μου ασκώντας δύναμη είτε εξ επαφής είτε μέσω ενός σχοινιού, αλυσίδας κ.λπ
    τράβηξαν τη βάρκα έξω στη στεριά
    τον τραβούσε από το χέρι μέσα στη μέση του δρόμου
     συνώνυμα: έλκω, σύρω / σέρνω
  2. (μεταβατικό) υποφέρω
    έχω τραβήξει των παθών μου τον τάραχο μ' αυτό το παιδί
  3. (αμετάβατο) πηγαίνω
    άντε, τράβα τώρα... (άντε, πήγαινε τώρα...)
  4. (μεταβατικό) (αναφερόμενο σε υγρά) απορροφώ
    1. (συνεκδοχικά) (αμετάβατο) (για υγρά) μειώνεται η υγρασία μου, αυξάνεται η πυκνότητά μου, στεγνώνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • του τραβάω ένα ξύλο, του τραβάω ένα γερό χέρι ξύλοδείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
  • τι τραβώ, ο έρμος...
  • τραβάω το μαλλί (κάποιου)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία