Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τορπιλίζω < από το ουσιαστικό τορπίλη + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /toɾ.piˈli.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

τορπιλίζω, πρτ.: τορπίλιζα, στ.μέλλ.: θα τορπιλίσω, αόρ.: τορπίλισα, παθ.φωνή: τορπιλίζομαι, μτχ.π.π.: τορπιλισμένος

  1. (μεταβατικό) χτυπώ χρησιμοποιώντας τορπίλη
    ο στόλος τορπίλισε το εχθρικό υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.
  2. (μεταφορικά) εμποδίζω με δόλιες ενέργειες να πραγματοποιηθεί κάτι
    ο πολιτικός επέλεξε να τορπιλίσει τις συνομιλίες με το αντίπαλο κόμμα, ώστε να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα.

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία