Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοποθετημένος η τοποθετημένη το τοποθετημένο
      γενική του τοποθετημένου της τοποθετημένης του τοποθετημένου
    αιτιατική τον τοποθετημένο την τοποθετημένη το τοποθετημένο
     κλητική τοποθετημένε τοποθετημένη τοποθετημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοποθετημένοι οι τοποθετημένες τα τοποθετημένα
      γενική των τοποθετημένων των τοποθετημένων των τοποθετημένων
    αιτιατική τους τοποθετημένους τις τοποθετημένες τα τοποθετημένα
     κλητική τοποθετημένοι τοποθετημένες τοποθετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοποθετημένος < τοποθετούμαι

  Μετοχή επεξεργασία

τοποθετημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία