τοπογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοπογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική topographe ( < topographie) < ελληνιστική κοινή τοπογράφος (<τοπογραφία) < αρχαία ελληνική τόπ(ος) + -ο- + -γράφος (-graphe)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοπογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που ασκεί την τοπογραφία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοπογράφος
Πηγές επεξεργασία
- τοπογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τοπογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τοπογράφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τοπογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.