τιρκουάζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιρκουάζ < τουρκουάζ < γαλλική turquoise < pierre turqueise (τουρκική λίθος) < παλαιά γαλλική turquois (τουρκικός)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τιρκουάζ ουδέτερο άκλιτο
- είδος πολύτομου λίθου με χρώμα γαλάζιο προς το πρασινωπό
- το αντίστοιχο με τον λίθο χρώμα
τιρκουάζ (χρώμα):
Επίθετο επεξεργασία
τιρκουάζ άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τιρκουάζ στη Βικιπαίδεια