Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τιμωρός οι τιμωροί
      γενική του/της τιμωρού των τιμωρών
    αιτιατική τον/την τιμωρό τους/τις τιμωρούς
     κλητική τιμωρέ τιμωροί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμωρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τιμωρός (εκδικητής) < τιμή + -ωρός (ὁράω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.moˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τι‐μω‐ρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τιμωρός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
τιμωρ- 

→ και δείτε τη λέξη τιμή

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
τῑμωρο-
ονομαστική / τιμωρός τὸ τιμωρόν
      γενική τοῦ/τῆς τιμωροῦ τοῦ τιμωροῦ
      δοτική τῷ/τῇ τιμωρ τῷ τιμωρ
    αιτιατική τὸν/τὴν τιμωρόν τὸ τιμωρόν
     κλητική ! τιμωρέ τιμωρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τιμωροί τὰ τιμωρᾰ́
      γενική τῶν τιμωρῶν τῶν τιμωρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τιμωροῖς τοῖς τιμωροῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς τιμωρούς τὰ τιμωρᾰ́
     κλητική ! τιμωροί τιμωρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τιμωρώ τὼ τιμωρώ
      γεν-δοτ τοῖν τιμωροῖν τοῖν τιμωροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμωρός < συνηρημένο του τιμάορος < τιμή (θέμα τιμα-) + -ωρός (ὁράω)

  Επίθετο επεξεργασία

τιμωρός, -ός, -όν

  1. που βοηθάει, που συντρέχει
  2. που βοηθάει κάποιον που αδικήθηκε παίρνοντας εκδίκηση
  3. → και δείτε το ουδέτρο τιμωρόν (το κώνειο)

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
τιμωρ- 

→ και δείτε τη λέξη τιμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τιμωρός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία