Δείτε επίσης: τζαμί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζάμι τα τζάμια
      γενική του τζαμιού των τζαμιών
    αιτιατική το τζάμι τα τζάμια
     κλητική τζάμι τζάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζάμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική cam < περσική جام (jâm)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈd͡za.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζά‐μι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζάμι ουδέτερο

  1. λεπτή διαφανής ή ημιδιαφανής πλάκα από γυαλί ή άλλο παρεμφερές υλικό που τοποθετείται σε ανοίγματα (πόρτες ή παράθυρα)
     συνώνυμα: υαλοπίνακας
  2. (αργκό) κάτι που ολοκληρώθηκε κατά τρόπο άψογο
    η δουλειά έγινε τζάμι

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία