Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζάκι τα τζάκια
      γενική του τζακιού των τζακιών
    αιτιατική το τζάκι τα τζάκια
     κλητική τζάκι τζάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀτζάκι(ν) (όψιμη μεσαιωνική) με σίγηση του αρχικού φωνήεντος [1] < οθωμανική τουρκική اوجاق (τουρκική ocak, προφορά /oˈd͡ʒak/) [2] < πρωτοτουρκική *(h)ōtčak / *ōtčuk (τζάκι) < *(h)ōt (φωτιά) [3]
 
Τζάκι με φωτιά που καίει.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈd͡za.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζάκι ουδέτερο

  1. η ειδική κατασκευή μέσα σε οικήματα, στην οποία καίμε ξύλα, προκειμένου να ζεστάνουμε τον χώρο
  2. (κατ’ επέκταση) το τμήμα του τζακιού που περιβάλλει το χώρο όπου καίει η φωτιά
  3. (μεταφορικά) η αρχοντική, σημαντική οικογένεια, ευγενική καταγωγή
    Aυτή που βλέπεις είναι από μεγάλο τζάκι της περιοχής, αλλά ξέπεσε.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

ιδιωματικά:

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. τζάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. اوجاق στο αγγλικό Βικιλεξικό