Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραετής η τετραετής το τετραετές
      γενική του τετραετούς* της τετραετούς του τετραετούς
    αιτιατική τον τετραετή την τετραετή το τετραετές
     κλητική τετραετή(ς) τετραετής τετραετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραετείς οι τετραετείς τα τετραετή
      γενική των τετραετών των τετραετών των τετραετών
    αιτιατική τους τετραετείς τις τετραετείς τα τετραετή
     κλητική τετραετείς τετραετείς τετραετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραετής < τετρα- + -ετής

  Επίθετο επεξεργασία

τετραετής, -ής, -ές

  1. που διαρκεί τέσσερα έτη
    τετραετής πόλεμος, τετραετές συμβόλαιο
  2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής

  Μεταφράσεις επεξεργασία