τετράγωνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐τρά‐γω‐νο
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- τετράγωνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετράγωνο ουδέτερο
- (γεωμετρία) παραλληλόγραμμο που είναι ορθογώνιο και ρόμβος, έχει δηλαδή τέσσερις ίσες πλευρές και τέσσερις ορθές γωνίες
- (μαθηματικά) η δεύτερη δύναμη
- ↪ δύο εις το τετράγωνο μας κάνει τέσσερα (22=4)
- (μαθηματικά) ο αριθμός που προκύπτει από την ύψωση ενός άλλου αριθμού στη δεύτερη δύναμη
- ↪ το 4 είναι το τετράγωνο του 2
- (πολεοδομία) το τμήμα μιας περιοχής που σχηματίζεται από τέσσερις δρόμους χωρίς άλλο δρόμο να το διαπερνά
- ↪ το μαγαζί είναι μόλις δύο τετράγωνα απ' το σπίτι μας
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη τετράγωνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωμετρικό σχήμα
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- τετράγωνο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τετράγωνο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τετράγωνος