τερέβινθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερέβινθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τερέβινθος, παράλληλος τύπος για την αρχαία ελληνική τέρμινθος[1] Δείτε και ἐρέβινθος
- όρος βοτανικής < (λόγιο δάνειο) νεολατινική terebinthus < αρχαία ελληνική τερέβινθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
τερέβινθος θηλυκό
- (φυτό) χαρακτηρισμός είδους κωνοφόρου δέντρου (Πιστακιά η τερέβινθος, Pistacia terebinthus) που φύεται γύρω από τη Μεσόγειο, συγγενές με τη φιστικιά (Pistacia vera) και το σχίνο (Pistacia lentiscus). Από τη ρητίνη του παράγεται η τερεβινθίνη, δηλαδή το νέφτι.
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τερέβινθος
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.