Δείτε επίσης: τέκνο, τεκνόω, τεκνῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεκνό τα τεκνά
      γενική του τεκνού των τεκνών
    αιτιατική το τεκνό τα τεκνά
     κλητική τεκνό τεκνά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεκνό < (τσιγγάνικη λέξη) tikno (μικρό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεκνό ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) όμορφο αγόρι νεαρής ηλικίας
  2. (αργκό) αγόρι που έχει σεξουαλικές σχέσεις με ομοφυλόφιλο άνδρα

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία