Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεκμαίρομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεκμαίρομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /teˈkme.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεκ‐μαί‐ρο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: τε‐κμαί‐ρο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

τεκμαίρομαι (μόνο στο ενεστωτικό θέμα ελλειπτικό ρήμα αποθετικό ρήμα

  1. από ορισμένες ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη, συμπεραίνω
  2. (στο γ' πρόσωπο) τεκμαίρεται: βγαίνει το συμπέρασμα επί τη βάσει τεκμηρίων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεκμαίρομαι λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

τεκμαίρομαι η ενεργητική φωνή τεκμαίρω μόνο στους ποιητές μετά τον Όμηρο

  1. (επί θεών) φανερώνω με ορισμένο σημείο, ορίζω, προσδιορίζω
  2. γενικά προδιαγράφω
  3. προστάζω, διατάζω
  4. από ορισμένες ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη, συμπεραίνω, εικάζω, κρίνω
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 222e
    κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν. τεκμαίρομαι δὲ καὶ ὡς κατεκλίνη ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ.
    φαίνεται ότι έχεις δίκιο. Καταλήγω σ᾽ αυτό το συμπέρασμα απ᾽ το ότι ήρθε και ξάπλωσε ανάμεσα σ᾽ εμένα και σ᾽ εσένα, για να μας χωρίσει.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
  5. (επί των μελλόντων) προλέγω, προμηνύω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 139 (139-140)
    εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾽ ὄλεθρον | νηΐ τε καὶ ἑτάροις·
    Αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω βέβαιο όλεθρο, | για το καράβι σου και τους εταίρους·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  6. σχεδιάζω, προγραμματίζω κάτι
  7. κατευθύνω
  8. θέτω τέρμα, τερματίζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία