ταυρομαχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταυρομαχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταυρομαχία. Συγχρονικά αναλύεται σε ταύρ(ος) + -ο- + -μαχία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.vɾo.maˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ταυ‐ρο‐μα‐χί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταυρομαχία θηλυκό
- το θέαμα κατά το οποίο μία ομάδα ταυρομάχων αντιμετωπίζει έναν ταύρο σε κλειστή αρένα και τελικά τον σκοτώνει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ταυρομαχίᾱ | αἱ | ταυρομαχίαι |
γενική | τῆς | ταυρομαχίᾱς | τῶν | ταυρομαχιῶν |
δοτική | τῇ | ταυρομαχίᾳ | ταῖς | ταυρομαχίαις |
αιτιατική | τὴν | ταυρομαχίᾱν | τὰς | ταυρομαχίᾱς |
κλητική ὦ! | ταυρομαχίᾱ | ταυρομαχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταυρομαχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταυρομαχίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταυρομαχία < αρχαία ελληνική ταῦρ(ος) + -ο- + -μαχία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταυρομαχία θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- ταυρομαχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.