Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τατικός η τατική το τατικό
      γενική του τατικού της τατικής του τατικού
    αιτιατική τον τατικό την τατική το τατικό
     κλητική τατικέ τατική τατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τατικοί οι τατικές τα τατικά
      γενική των τατικών των τατικών των τατικών
    αιτιατική τους τατικούς τις τατικές τα τατικά
     κλητική τατικοί τατικές τατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τατικός < τάσις + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

τατικός

  1. που ασκεί τάση
  2. στο ουδέτερο, το τατικόν, φοβερό, δεινό

Συγγενικά επεξεργασία


  Πηγές επεξεργασία