Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταπεινωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταπεινωτικ
ός
η
ταπεινωτικ
ή
το
ταπεινωτικ
ό
γενική
του
ταπεινωτικ
ού
της
ταπεινωτικ
ής
του
ταπεινωτικ
ού
αιτιατική
τον
ταπεινωτικ
ό
την
ταπεινωτικ
ή
το
ταπεινωτικ
ό
κλητική
ταπεινωτικ
έ
ταπεινωτικ
ή
ταπεινωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταπεινωτικ
οί
οι
ταπεινωτικ
ές
τα
ταπεινωτικ
ά
γενική
των
ταπεινωτικ
ών
των
ταπεινωτικ
ών
των
ταπεινωτικ
ών
αιτιατική
τους
ταπεινωτικ
ούς
τις
ταπεινωτικ
ές
τα
ταπεινωτικ
ά
κλητική
ταπεινωτικ
οί
ταπεινωτικ
ές
ταπεινωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταπεινωτικός
<
ταπεινώνω
Επίθετο
επεξεργασία
ταπεινωτικός
του οποίου η δράση έχει σαν αποτέλεσμα την
ταπείνωση
κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ταπεινός
Συνώνυμα
επεξεργασία
εξευτελιστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταπεινωτικός
αγγλικά
:
humilating
(en)
,
humbling
(en)
γαλλικά
:
humiliant
(fr)