Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταπεινωτικός η ταπεινωτική το ταπεινωτικό
      γενική του ταπεινωτικού της ταπεινωτικής του ταπεινωτικού
    αιτιατική τον ταπεινωτικό την ταπεινωτική το ταπεινωτικό
     κλητική ταπεινωτικέ ταπεινωτική ταπεινωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταπεινωτικοί οι ταπεινωτικές τα ταπεινωτικά
      γενική των ταπεινωτικών των ταπεινωτικών των ταπεινωτικών
    αιτιατική τους ταπεινωτικούς τις ταπεινωτικές τα ταπεινωτικά
     κλητική ταπεινωτικοί ταπεινωτικές ταπεινωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταπεινωτικός < ταπεινώνω

  Επίθετο επεξεργασία

ταπεινωτικός

  • του οποίου η δράση έχει σαν αποτέλεσμα την ταπείνωση κάποιου

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  ταπεινός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία