Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταλαιπωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταλαιπωρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ταλαιπωρώ

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία