Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταλαίπωρος η ταλαίπωρη το ταλαίπωρο
      γενική του ταλαίπωρου της ταλαίπωρης του ταλαίπωρου
    αιτιατική τον ταλαίπωρο την ταλαίπωρη το ταλαίπωρο
     κλητική ταλαίπωρε ταλαίπωρη ταλαίπωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταλαίπωροι οι ταλαίπωρες τα ταλαίπωρα
      γενική των ταλαίπωρων των ταλαίπωρων των ταλαίπωρων
    αιτιατική τους ταλαίπωρους τις ταλαίπωρες τα ταλαίπωρα
     κλητική ταλαίπωροι ταλαίπωρες ταλαίπωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταλαίπωρος < αρχαία ελληνική ταλαίπωρος < τάλας (< τλάω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *telh₂-) + -πωρος (πβ. πωρός / πῶρος)

  Επίθετο επεξεργασία

ταλαίπωρος

  1. καταπονημένος σωματικά ή ψυχικά
    Άφησέ τον να κοιμηθεί, τον ταλαίπωρο!
  2. (μεταφορικά) άτυχος, δύστυχος, κακομοίρης
    Ένας ταλαίπωρος άνθρωπος είναι, όλα στραβά του βγήκανε!

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταλαίπωρος < τάλας + πωρός

  Επίθετο επεξεργασία

ταλαίπωρος

  1. ταλαίπωρος