Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τακτικά < τακτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

τακτικά

  1. με τάξη, με τακτικό τρόπο
  2. ανά τακτά χρονικά διαστήματα, συχνά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τακτικά