Δείτε επίσης: Τάγος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταγός οι ταγοί
      γενική του ταγού των ταγών
    αιτιατική τον ταγό τους ταγούς
     κλητική ταγέ ταγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταγός < τάσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταγός αρσενικό

  1. (ιστορία) ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός άρχοντας στην αρχαία Θεσσαλία
  2. (μεταφορικά) αυτός που ανήκει στην ηγεσία (κυρίως στην πνευματική)
    Οι πνευματικοί μας ταγοί.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τάσσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταγός οἱ ταγοί
      γενική τοῦ ταγοῦ τῶν ταγῶν
      δοτική τῷ ταγ τοῖς ταγοῖς
    αιτιατική τὸν ταγόν τοὺς ταγούς
     κλητική ! ταγέ ταγοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταγώ
γεν-δοτ τοῖν  ταγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταγός < τάσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταγός αρσενικό

  1. αυτός που διατάζει
  2. αρχηγός
  3. κυβερνήτης
  4. (πολιτική) Ταγός: τίτλος του αρχηγού της θεσσαλικής ομοσπονδίας

  Πηγές επεξεργασία