Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέταρτο τα τέταρτα
      γενική του τετάρτου
τέταρτου
των τετάρτων
    αιτιατική το τέταρτο τα τέταρτα
     κλητική τέταρτο τέταρτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δύο τέταρτα (3) και παύση ενός τετάρτου

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέταρτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του τακτικού αριθμητικού τέταρτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέταρτο ουδέτερο

  1. το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη ενός συνόλου
    το ένα τέταρτο των κερδών μας, δηλαδή το 25%, επενδύθηκε στην επέκταση της εταιρείας μας
  2. χρονικό διάστημα ίσο με 15 λεπτά της ώρας
  3. (μουσική) φθογγόσημο που δηλώνει ότι η νότα διαρκεί για έναν "κτύπο", δηλαδή για το ένα τέταρτο ενός πλήρους μέτρου των 4/4

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία