τέσλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τέσλα < (λόγιο δάνειο) αγγλική tesla από το όνομα του σέρβου εφευρέτη Νίκολα Τέσλα (N. Tesla)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τέσλα ουδέτερο άκλιτο
- {φυσική, μονάδα μέτρησης) μονάδα μαγνητικής επαγωγής καθώς και μονάδα πυκνότητας μαγνητικής δέσμης στο διεθνές μετρικό σύστημα
- ↪ ένα τέσλα ισούται με ένα βέμπερ ανά τετραγωνικό μέτρο, αντίστοιχο με 10.000 γκάους
Μεταφράσεις επεξεργασία
τέσλα
|