Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέσλα < (λόγιο δάνειο) αγγλική tesla από το όνομα του σέρβου εφευρέτη Νίκολα Τέσλα (N. Tesla)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέσλα ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία