τέρψεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τέρψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τέρπω
- θα τέρψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τέρπω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τέρψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τέρψη