Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέλος πάντων < τέλος + πάντα

  Έκφραση επεξεργασία

τέλος πάντων

  • δήλωση ότι συμβιβαζόμαστε επιφανειακά με τα προηγούμενα
    αν και δεν συμφωνώ, τέλος πάντων, ας γίνει έτσι

  Μεταφράσεις επεξεργασία