Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέγος< από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *teg- (στέγη), πρβ. λατινική tego (καλύπτω), γερμανική Decke (ταβάνι), αγγλική deck

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέγος ουδέτερο, γενική: τέγεος

  1. στέγη, σκεπή
  2. οποιοσδήποτε χώρος με ταβάνι