Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ταλᾰν-
ονομαστική τάλᾱς τάλαιν τὸ τάλᾰν
      γενική τοῦ τάλᾰνος τῆς ταλαίνης τοῦ τάλᾰνος
      δοτική τῷ τάλᾰν τῇ ταλαίν τῷ τάλᾰν
    αιτιατική τὸν τάλᾰν τὴν τάλαινᾰν τὸ τάλᾰν
     κλητική ! τάλᾰν τάλαιν τάλᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τάλᾰνες αἱ τάλαιναι τὰ τάλᾰν
      γενική τῶν ταλᾰ́νων τῶν ταλαίνων τῶν ταλᾰ́νων
      δοτική τοῖς τάλᾰσῐ(ν) ταῖς ταλαίναις τοῖς τάλᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς τάλᾰνᾰς τὰς ταλαίνᾱς τὰ τάλᾰν
     κλητική ! τάλᾰνες τάλαιναι τάλᾰν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τάλᾰνε τὼ ταλαίν τὼ τάλᾰνε
      γεν-δοτ τοῖν ταλᾰ́νοιν τοῖν ταλαίναιν τοῖν ταλᾰ́νοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέλας' όπως «μέλας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάλας < τλάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *telh₂-

  Επίθετο επεξεργασία

τάλας, τάλαινα, τάλαν

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη τλάω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. τάλας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία