Δείτε επίσης: σώζω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  σῴζω   σῴζομαι 
Παρατατικός  ἔσῳζον   ἐσῳζόμην 
Μέλλοντας  σώσω (σῴσω)   σώσομαι & σωθήσομαι 
Αόριστος  ἔσωσα (ἔσῳσα)   ἐσωσάμην & ἐσώθην 
Παρακείμενος  σέσωκα (σέσῳκα)   σέσωμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐσεσώκειν (ἐσεσῴκειν)   ἐσεσώμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σῴζω, ήδη ομηρικό < σω- + -ίζω. Το θέμα, όπως στον αρχαϊκό αόριστο σῶ‑σαι (το ⟨ι⟩ του -ίζω, ως υπογεγραμμένο γιώτα). Το θέμα τύπων όπως του μέλλοντα σώσω (χωρίς υπογεγραμμένη) < συναιρέσεις αρχαϊκών τύπων όπως σαώσω (δείτε τον επικό ενεστώτα σόω / σοῶ < επίθετο σῶς / σῶος)[1]
  • Για τα θέματα σῳζ- και σωσ- συναντάμε και γραφές/προφορές σωζ- ή σῳσ- / ΣΩΙΣ- σε επιγραφές, παπύρους ή σε σύνθετα, ιδίως μεταγενέστερες.

  Ρήμα επεξεργασία

σῴζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

σύνθετα του ρήματος:

άλλα σύνθετα

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα με σω-

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σώζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία