Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σώπα

  1. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σωπαίνω
  2. (ειδικότερα) μη μου το λες!
    1. δηλώνει δυσπιστία
    2. δηλώνει ειρωνεία (στο γραπτό λόγο συνύθως ακολουθείται από θαυμαστικό (!) ή/και αποσιωπητικά ()
      άλλη μορφή: τσώπα

  Μεταφράσεις επεξεργασία