σύρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύρω < αρχαία ελληνική σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
σύρω (παθητική φωνή: σύρομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του σέρνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύρω
|