Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνδρομο τα σύνδρομα
      γενική του συνδρόμου
σύνδρομου
των συνδρόμων
    αιτιατική το σύνδρομο τα σύνδρομα
     κλητική σύνδρομο σύνδρομα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύνδρομο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική syndrome < αρχαία ελληνική συνδρομή (συρροή εννοείται: συμπτωμάτων)[1] < σύνδρομος (συνάντηση, σταυροδρόμι) [2] < σύν- + δρόμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsin.ðɾo.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύν‐δρο‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύνδρομο ουδέτερο

  1. (ιατρική) αναγνωρίσιμο σύνολο συμπτωμάτων και διαταραχών
    σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. σύνδρομο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας