Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σύμβολον τὰ σύμβολ
      γενική τοῦ συμβόλου τῶν συμβόλων
      δοτική τῷ συμβόλ τοῖς συμβόλοις
    αιτιατική τὸ σύμβολον τὰ σύμβολ
     κλητική ! σύμβολον σύμβολ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμβόλω
γεν-δοτ τοῖν  συμβόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύμβολον > συμ- + βολ-, μεταπτωτική βαθμίδα που απαντά στο συμβάλλω (βάλλω) + -ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύμβολον ουδέτερο

  1. (γενική σημασία: σύμβολο
  2. το καθένα από τα δύο κομμάτια κάποιου αντικειμένου (αστραγάλου, νομίσματος]]), που χρησιμεύει σαν τεκμήριο, σημείο αναγνώρισης στους ανθρώπους που τα κατέχουν, εφόσον μπορούν να τα βάλουν μαζί (συμβάλλω), ξαναφτιάχνοντας έτσι το πρώτο αντικείμενο.
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 85-86
    σὺ δή μοι καὶ τὰ χρήματα δέξαι καὶ τάδε τὰ σύμβολα σῶζε λαβών· ὃς δ᾽ ἂν ἔχων ταῦτα ἀπαιτέῃ, τούτῳ ἀποδοῦναι”. 86B. ὁ μὲν δὴ ἀπὸ Μιλήτου ἥκων ξεῖνος τοσαῦτα ἔλεξε, Γλαῦκος δὲ ἐδέξατο τὴν παρακαταθήκην ἐπὶ τῷ εἰρημένῳ λόγῳ. χρόνου δὲ πολλοῦ διελθόντος ἦλθον ἐς Σπάρτην τούτου τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα οἱ παῖδες, ἐλθόντες δὲ ἐς λόγους τῷ Γλαύκῳ καὶ ἀποδεικνύντες τὰ σύμβολα ἀπαίτεον τὰ χρήματα·
  3. (συνεκδοχικά)
    1. (ελληνιστική σημασία) κάθε απόδειξη συναλλαγής δύο συμβαλλομένων
    2. (ελληνιστική σημασία) συμβόλαιο
    3. συμφωνία μεταξύ κρατών

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σύν και βάλλω

Δείτε επίσης επεξεργασία

το ένα από τα δύο τεκμήρια συναλλαγής:

  Πηγές επεξεργασία