σχηματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σχηματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sçi.ma.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχη‐μα‐τι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σχηματισμός αρσενικό
- η δημιουργία σχήματος, αντικειμένου, κτλ.
- η διάταξη με συγκεκριμένους κανόνες
- στρατιωτών σε ένα στρατιωτικό τμήμα
- πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών
- (γλωσσολογία) → δείτε τον όρο αναδρομικός σχηματισμός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σχήμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σχηματισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας