Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχίνος < αρχαία ελληνική σχῖνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχίνος αρσενικό και σκίνος ή σκίνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία