Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφυροδρέπανο τα σφυροδρέπανα
      γενική του σφυροδρέπανου των σφυροδρέπανων
    αιτιατική το σφυροδρέπανο τα σφυροδρέπανα
     κλητική σφυροδρέπανο σφυροδρέπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σφυροδρέπανο

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυροδρέπανο < σφυρο- (< σφυρί) + δρεπάνι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sfi.ɾoˈðɾe.pa.no/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφυροδρέπανο ουδέτερο

  1. σύμβολο των κομμουνιστικών κομμάτων που σχηματίζεται από ένα σφυρί και ένα δρεπάνι που διασταυρώνονται
  2. (συνεκδοχικά) ο Κομμουνισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία