Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφυρί τα σφυριά
      γενική του σφυριού των σφυριών
    αιτιατική το σφυρί τα σφυριά
     κλητική σφυρί σφυριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κλασικό σφυρί καρφώματος.
 
Σφυριά στο εσωτερικό ενός πιάνου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυρί < μεσαιωνική ελληνική σφυρί < ελληνιστική κοινή σφυρίον (υποκοριστικό του) < αρχαία ελληνική σφῦρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφυρί ουδέτερο

  1. εργαλείο ένα από τα παλαιότερα εργαλεία, με λαβή και κεφαλή, που χρησιμοποιείται για σπάσιμο ή κάρφωμα
  2. παρόμοιο (1) αντικείμενο, κυρίως ξύλινο, που χρησιμοποιείται:
    • στις δημοπρασίες όταν κατακυρώνεται το δημοπρατούμενο σε έναν αγοραστή
    • από προεδρεύοντες σε συνεδριάσεις (δικαστηρίων κοινοβουλίων κ.λπ.) για την επαναφορά στην τάξη
  3. (μουσική) ξύλλινο εξάρτημα με μάλλινη επένδυση, που χτυπά τη χορδή του πιάνου, έχοντας πάρει εντολή από το πλήκτρο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία