Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφραγίζω < αρχαία ελληνική σφραγίζω < σφραγίς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sfɾaˈʝi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

σφραγίζω

  1. βάζω, επιθέτω σφραγίδα επάνω σε έγγραφο ή αντικείμενο, βουλώνω
  2. κλείνω κάτι ερμητικά, συνήθως βάζοντας σφραγίδα
  3. (οδοντιατρική) κλείνω με ειδικό κράμα την κοιλότητα που έχει δημιουργηθεί σε ένα δόντι
  4. (μεταφορικά) έχω επιρροή ή συμμετέχω καθοριστικά σε κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία