σφοδρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφοδρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφοδρότης, από την αιτιατική ενικού τὴν σφοδρότητα < σφοδρός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sfoˈðɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφο‐δρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφοδρότητα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σφοδρός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφοδρότητα
Πηγές επεξεργασία
- σφοδρότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σφοδρότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
σφοδρότητα θηλυκό