Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσχέτιση οι συσχετίσεις
      γενική της συσχέτισης* των συσχετίσεων
    αιτιατική τη συσχέτιση τις συσχετίσεις
     κλητική συσχέτιση συσχετίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συσχετίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα διάγραμμα οντοτήτων συσχετίσεων με τρεις πίνακες και τις συσχετίσεις μεταξύ των γραμμών τους. Το group_id (εξωτερικό κλειδί) του Student περιέχει τιμές (συσχετίζεται) του id (πρωτεύον κλειδί) του Group. Αυτή η σχέση συνδέει τις γραμμές του Student με του Group, δηλαδή τα στοιχεία ενός Σπουδαστή με αυτά της Ομάδας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

συσχέτιση < (καθαρεύουσα) συσχέτισις < συσχετίζω + -σις/-ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈsçe.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐σχέ‐τι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συσχέτιση θηλυκό

  1. η ενέργεια του συσχετίζω, ο προσδιορισμός της σχέσης που συνδέει δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα
  2. (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακές βάσεις δεδομένων) η συσχέτιση μεταξύ των γραμμών (rows) διαφορετικών πινάκων (tables) με την χρήση πρωτευόντων (primary keys) και εξωτερικών κλειδιών (foreign keys)
     συνώνυμα:σχέση (relation)
    πολυλεκτικοί όροι: ακεραιότητα συσχετίσεων, διάγραμμα οντοτήτων συσχετίσεων ή μοντέλο οντοτήτων συσχετίσεων

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία